ΒΟΛΤΑ

Έβαψε τα μαλλιά της ξανθά
Κι εγώ
Δεν έχω πια
Καμιά δικαιολογία να τα βλέπω όλα μαύρα
Κι έτσι σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι
Φτιάχνω φραπέ
Ξεπλένω μ’ αυτόν τη γεύση του φαρμάκου απ’ το στόμα
Κοιτάζω τον ήλιο που μπαίνει μέσα από τις γρίλιες
Κουμπώνω μισό λευκό
Σκοντάφτω στα άδεια μπουκάλια ρετσίνας στο πάτωμα
Χαμογελάω
Γιατί η Μυρσίνη
Μου είπε πως ο Άγγελος κατέστρεψε το συκώτι του
Επειδή έπινε ξύδια και χάπια
Μα εγώ το ξέχασα
Επειδή είχα πιει
Ξύδια και χάπια
Βάζω ένα όχι-και-τόσο-καθαρό πουλόβερ
Να κάνω μπάνιο ?
Μπα, ας μην κάνουμε λάθος εντύπωση
Περιμένω να με φωνάξουν
Και διαβάζω για τα εργατικά συμβούλια
Συναντάω την ψυχίατρο με το πιο λαμπρό μου χαμόγελο
Αποσυντονίζεται
Παίρνω τα χάπια βερεσέ
Και κατηφορίζω ανέμελος τη Στουρνάρη
Δυο τύποι έχουν βάλει κάτω έναν
Και τον σαπίζουν στο ξύλο
Παγώνω
Οι συνθήκες μου επιβάλουν να διαλέξω στρατόπεδο
Μα εγώ είμαι Ι5
Και δεν καταλαβαίνω από αυτά
Κι έτσι
Πάνω-κάτω η πατησίων
Πάνω-κάτω η πατησίων
Και μουρμουρίζω
Μ’ ‘όλη τη δύναμη της ψυχής μου
Noir par notre peine Rouge par notre sang
Και στη συνέλευση
Θα Μου πουν
Για επικίνδυνα χαρίσματα
Που φέρουν την ταμπέλα
«Ψυχικές ασθένειες»
Κι εγώ
Θα τους κοιτάζω χαιρέκακα
Με ρωτάν τι χάπια παίρνω
Μα εγώ βαρέθηκα να συζητάω γι’ αυτά
Καμιά ταινία δεν έχετε δει, ρε μαλάκες ?
Αλλά αφήστε το καλύτερα
Ξέρω πως η Αισθητική
Δεν είναι το δυνατότερο σημείο σας
Οπότε ας πιούμε
Αν και παίζει να ξυπνήσουν οι αναφορές μου στον ντε Σαντ
Και πιστέψτε με
Αν το επόμενο πρωί δε θυμάστε τ’ όνομά μου
Εγώ δε θα θυμάμαι ούτε ότι πηδηχτήκαμε
Όσο οι προλετάριοι θα ξερνάν σιωπηλοί
Εγώ θα προσπαθώ να μην κρυώνω
Κι αν νιώθεις ότι σε παρακολουθούν
Θα μείνω μαζί σου
Μέχρι να ξενερώσω εντελώς
Που δε θες να φάμε
Στην περιθωριακή ταβέρνα
Που συχνάζουν αγρότες
Βλέποντας μπάλα
Βλέπεις πήγα σε καθολικό σχολείο
Και δεν έχω μπορέσει ν’ αποβάλω το savoir-vivre
Κι έτσι πράττω την καλή πράξη της μέρας
Ενώ γυρνάμε την πόλη
Κι εγώ σκάβω
Με τα παιδικά μου φτιαράκια την άμμο
Μπας και βρω το πεζοδρόμιο
Κι αν με ρωτήσετε
Που βρήκα όλους αυτούς τους «τρελούς»
Θα σας πρότεινα
Να μπείτε σ’ ‘ένα λεωφορείο
Δευτέρα πρωί
Και να κοιτάξετε
Τα άδεια βλέμματα
Κάθε σαλταρισμένου προλετάριου
Που φυσάει ένας άχρηστος άνεμος, αφράτος
Κι ίσως καταλάβετε
Γιατί βαρεθήκαμε να μιλάμε για τα χάπια μας
Κι η τυχερή μας μέρα
Πρέπει να ξέπεσε
Μεταξύ τρίτης και τετάρτης
Ρετσίνας

Συνέχεια

ΚΑΛΛΙΦΡΟΝΑ

Ξυπνάω.  Μια μικρή ξανθιά είναι κουλουριασμένη πάνω μου.  Την χαϊδεύω.  Χουφτώνω τον κώλο της.  Πίνουμε φραπέ ψωλιάζοντας στο μπαλκόνι για να μη μυρίζει καπνό το δωμάτιο.  Κάθεται στα πόδια μου και μπλέκει τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου.

– Ο κόσμος είναι σκατά, λέω και προσεύχομαι να με βγάλει ψεύτη.
– Εμένα μ’ αρέσει, απαντάει ξέγνοιαστα.
– Έχεις άδικο, λέω με μια καταθλιπτική σιγουριά ανθρώπου που έχει περάσει πολύ ώρα μόνος του.
– Έχεις δίκιο, δεν το είχα σκεφτεί έτσι, με κοιτάζει θλιμμένα ή σκεφτικά.

Σκατά, σκέφτομαι.

Μασουλάω καμένες πατάτες φούρνου.  Καμένα μπούτια κοτόπουλο.  Κατεβάζω τα χάπια που ξέχασα.  Κόβει τα χάπια της με το μαχαίρι στον πάγκο της κουζίνας.  Αυτά εκσφενδονίζονται.  Το δωμάτιο γεμίζει χάπια.  Ξυπνάω από τον ήχο του κουδουνιού.

– Η κυρά-Φροσύνη.

Κρατιέμαι να μη γελάσω και πω Αλή Πασάς.

– Καλημέρα, χαμογελάω μεθυσμένα

Προσπαθεί να κάνει χώρο μετακινώντας τα ρούχα μου.  Φοράω τα ρούχα της κόρης της.  Με κοιτάει αμήχανα.  Την κοιτάω ζαλισμένα.

– Βολευτείτε, σα στο σπίτι σας.

Γελάει.

Την ακούω να κόβει πατάτες.  Επιστρατεύω τα τελευταία ίχνη μεθυσιού για να κερδίσω τους μήνες κακού ύπνου.  Χαϊδεύω τον κώλο της που έχει κουλουριάσει δίπλα μου.  Επιστρατεύω τα τελευταία ίχνη συστολής για να καταπνίξω τις κάβλες εντάσεως 16 χρονών.

– Δεν θ’ ανέβεις πάνω ?
– Α, άμα θες έλα.
– Αν δεν καταχρώμαι την φιλοξενία σας…

Δεν καταλαβαίνω γιατί επιμένει να κοιμηθούμε στα δείγμα στρώματος στο πάτωμα, αλλά το παίζω ευγενικός.  Μου δείχνει Χέγκελ και Καντ στη βιβλιοθήκη.  Εγώ κοιτάω τον Στίρνερ και το Ντεμπόρ.  Κατάρα!  Κάποτε  οι ποιητές πηδιόσαντο και κόλαγαν σύφιλη.  Εγώ τώρα κόλλησα γερμανικό ιδεαλισμό.  Και δεν τα πάω και δεν τα πάω καθόλου καλά με τη διαλεκτική, γαμημένα εγελιανά απολιθώματα.  Μια μέρα θα καταλάβω τι παίζει με τη σχιζοανάλυση, που θα μου πάει, και τότε αλοίμονό σας.

Την παίρνω αγκαλιά και τους διαβάζω Σαντ για να τις πάρει ο ύπνος.  Η αδερφή της ακούει την κουβέντα μας από το κρεβάτι και ανάβει τα φώτα να μας βρει προφυλακτικά.  Αλλά μάλλον το χρησιμοποίησε.

Φοράμε καμπαρντίνες και παλτά και μας βγάζει στο μπαλκόνι για ένα τσιγάρο.  Ο ήλιος φωτίζει ακαλύπτους πολυκατοικιών.  Μουρμουρίζω για Γκρεμισμένες Αντιπαροχές και μεταφράσεις.

– Είστε ανοιχτά ?
– Θέλετε φαΐ ή να πιείτε ?
– Να πιούμε.
– Α, γιατί η κουζίνα έχει κλείσει. Είμαστε κλειστά τις Δευτέρες.

Είναι Δευτέρα.  Μπαίνουμε και ξορκίζω τα τελευταία ψήγματα νηφαλιότητας με κρασί.  Ζητάω Καζαντζίδη και Πιλάλα.  Κάτι σπάσαμε, νομίζω.  Περπατάμε.  Βρίσκει τα χάπια στην τσέπη της καμπαρντίνας.  Της δείχνω γελώντας και τα υπόλοιπα.

– Έχετε κάνα χάπι να κοιμηθώ να μη σας ακούω ?
– Άφησα τα Xanax στη Θεσσαλονίκη.
– Κι εγώ δεν σου συνιστώ τα δικά μου αν έχεις δουλειές αύριο.

Χαϊδεύω ένα τζιν.  Το θολωμένο μου μυαλό αποσυντονίζεται.  Ξεσκιζόμαστε.

– Είσαι πολύ έξυπνος.
– Είμαι η Ραπουνζέλ με τζίβες.

ΜΟΝΑΔΕΣ ΛΙΖΑ

Το ξημέρωμα οι συνδρομητές πεθαίνουν
Φορούν τα ρούχα τους
Κάνουν την πρωινή τους προσευχή
Κλειδώνουν τις αισθήσεις τους

Οι συνδρομητές ποτέ δεν είν’ διαθέσιμοι
Οι συνδρομητές ποτέ δεν είν’ διαθέσιμοι
Οι συνδρομητές ποτέ δεν είν’ διαθέσιμοι
Οι συνδρομητές πεθαίνουν το ξημέρωμα

Οι συνδρομητές ποτέ δεν κάνουν έρωτα

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

Σας παρακαλώ σώστε με
Λερή εικόνα σκονισμένου πεζοδρομίου
Κύριοι παρακαλώ σηκώστε με
Καταδικάστε με ενώπιον δικαστηρίου

Έσφαλα ομολογώ και πίστεψα σ’ εμένα
Δοκίμασα τις δυνάμεις μου και πού μπορώ να φτάσω
Τώρα τα όνειρά σας βλέπω γκρεμισμένα
Έτσι την απολογία μου πρέπει να ετοιμάσω

Σας ζητώ να δώσετε μια μικρή ευκαιρία
Ντύστε με, ταΐστε με, βάλτε με στα θρανία
Φροντίστε με αφόρητα, σκεφτείτε αντί για ’μένα
Αντί για καληνύχτα πείτε μου ένα ψέμα

Σας παρακαλώ απ’ της ψυχής τα βάθη
Αφήστε με πολίτης να γίνω διαπρεπής
Δεν θα παραδοθώ ποτέ ξανά σε πάθη
Αλίμονο να ζήσω δε θα ’μ’ επιρρεπής

( από το τεφλόν )

ερωτας στα χρονια της ιδιοκτησιας 2

Έχεις κάνει κατάληψη στο κεφάλι μου
Κι εγώ φώναξα τους μπάτσους να σε βγάλουν
Όμως ξύπνησε το αναρχικό μου παρελθόν
Κι όταν σκάσαν άρχισα να τις παίζω μαζί τους

 

Τώρα…

 

Παίζει νά ‘χεις κανα ψιλό για την εγκύηση ?
Όχι τίποτ’ άλλο
Αλλά ντρέπομαι να ζητήσω να γίνει πάρτυ οικονομικής ενίσχυσης για τα δικαστικά μου έξοδα…

ΣΥΝΩΜΟΤΕΣ

ΠΡΟΣΩΠΑ

Γιώργος
Άννα
Πέτρος
Κώστας
Μαρίνα

(Σκηνικό: Ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο, μ’ ένα στρογγυλό τραπέζι και μερικές καρέκλες γύρω του. Στη μια πλευρά είναι ένας καναπές και δίπλα του μια βιβλιοθήκη με βιβλία και δίσκους. Στο δωμάτιο δεν υπάρχει πικάπ. Το παράθυρο είναι απέναντι από την πόρτα, βλέπει δρόμο και έχει τραβηγμένες κουρτίνες. Είναι αργά το απόγευμα και έχει σκοτεινιάσει αρκετά. Στο δωμάτιο το φως είναι σβηστό. Ο Γιώργος και ο Πέτρος κάθονται στις καρέκλες γύρω από το τραπέζι και συζητάνε χαμηλόφωνα. Η Μαρίνα έχει βολευτεί στον καναπέ. Ο Κώστας είναι όρθιος και ψαχουλεύει τη βιβλιοθήκη.)

Μπαίνει η Άννα και ανάβει το φως

Γ. – Ε! Τι το άναψες αυτό ?

Π. – Θα μας πάρουν χαμπάρι οι απ’ έξω.

Α. – Ναι, σωστά, και θα ξεσκεπάσουν τη συνωμοσία μας.

Γ. – Το γελάς, αγαπητή μου ?

Α. – Και από πότε γίναμε συνωμότες ?

Π. – Από τότε που αρχίσαμε να καθόμαστε και να μιλάμε στο ημίφως.

Κ. – Όπως ακριβώς και στις ταινίες, μερικοί τύποι, που όλοι τους έχουν για ξοφλημένους, καμένα χαρτιά, μαζεύονται και αποφασίζουν πως δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση και οργανώνουν το Μεγάλο Κόλπο.

Μ. – Ναι, μόνο που δεν ξέρω αν σ’ ενημέρωσαν από την παραγωγή, αλλά τ’ αφεντικά, βλέποντας το καστ, αποφάσισαν , τελικά, να γυρίσουν κωμωδία. Και στις κωμωδίες υπάρχει πάντα εκείνος ο τύπος που τα κάνει θάλασσα και τα τινάζει όλα στον αέρα.

Α. – Και στην περίπτωσή μας, το καστ απαρτίζεται από πέντε τέτοιους τύπους.

Γ. – Μα, ακριβώς επειδή είμαστε τέτοιοι τύποι, έχουμε αυτό ακριβώς το σχέδιο.

Α. – Μπα, έχουμε και σχέδιο ?

Π. – Αμέ.

Α. – Και ποιο είναι αυτό, παρακαλώ ?

Π.(γελώντας) – Να τα τινάξουμε όλα στον αέρα.

Μ. -Κι ύστερα, θα ζήσουμε σαν βασιλιάδες στα ερείπια ?

Γ. – Κι ύστερα, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει.

Μ. – Αποστολή αυτοκτονίας, δηλαδή ?

Κ. – Πώς αλλιώς ?

Α. – Ζωνόμαστε δεκαπέντε κιλά εκρηκτικά και πυρομαχικά, δηλαδή…

Γ. – Και φουντάρουμε στη θάλασσα.

Α. – Καλό πλάνο, δε λέω, αν όμως κάτι πάει στραβά και τη βγάλουμε καθαρή ?

Γ. – Αποκλείεται. Αρκεί να θυμόμαστε ποιος είναι ο εχθρός.

Α.(γελώντας) – Ο ιμπεριαλισμός ?

Γ. – Μη λες βλακείες. Η άνωση.

κουνουπια

Είναι καλοκαίρι
Όμως δεν έχει ζέστη
Ούτε ο ιδρώτας κολλάει πάνω μου
Καθώς στριφογυρίζω στο κρεβάτι
Μην μπορώντας να κοιμηθώ από τη ζέστη
Μετά από μερικές μπίρες στην πλατεία

Το μόνο που έχει μείνει να θυμίζει καλοκαίρι
Είναι τα γαμημένα κουνούπια

κροκοδειλοι και αλιγατορες

(Μια ανοιξιάτικη μπούρδα γραμμένη από έναν ηλιόλουστο φραπέ)

– Η κατάσταση επιβάλει χορό

– Χορό ?

– Ναι, λίγο παλιό καλό ροκενρόλ

– Έλβις ?

– Διάολε ! Ποτέ δε θα σταματήσουμε ν’ ακούμε Έλβις ! Αλλά είχα στο μυαλό μου πιο πολύ κάτι σε Μπιλ Χάλεϋ

– Μπιλ Χάλεϋ ? Μπα, δε με ψήνει. Τα λέμε αργότερα, Αλιγάτορα

– Σε λίγο, Κροκόδειλε

Η πόρτα κλείνει. Ο Αλιγάτορας μένει μόνος του στο δωμάτιο. Πάει προς το κασετόφωνο, βάζει μια κασέτα και αρχίζει να χορεύει.

Συνέχεια

130

Όλα πήγαν καλά
Μην ανησυχείς
Το πτώμα
Έφτασε ζωντανό στον προορισμό του
Και βγάζει στριγγλιές διαμαρτυρίας
Κάτω από το άγαρμπο άγκιγμά μου